Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Μία ζώνη, Ένας δρόμος. Η στρατηγική της Κίνας για μια Νέα Παγκόσμια Οικονομική Τάξη


Στα τέλη του 2013, ο Κινέζος πρωθυπουργός Xi Jinping ανακοίνωσε ένα ζεύγος νέων αναπτυξιακών και εμπορικών πρωτοβουλιών για την Κίνα και την ευρύτερη περιοχή: “ την οικονομική ζώνη του δρόμου του μεταξιού” και “ θαλάσσιο δρόμο του μεταξιού του 21ου αιώνα”, από κοινού γνωστές με τη φράση: Μια ζώνη, Ένας δρόμος (One BeltOne RoadOBOR ). 1 Μαζί με την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών (Asia Infrastructure InvestmentBankAIIB) , οι πολιτικές του σχεδίου OBOR αντιπροσωπεύουν μια φιλόδοξη χωρική επέκταση του Κινεζικού κρατικού καπιταλισμού, οδηγούμενη από την πλεονάζουσα ικανότητα βιομηχανικής παραγωγής, όπως επίσης και από τα αναδυόμενα συμφέροντα του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου. Η κινεζική κυβέρνηση έχει δημοσίως τονίσει τα διδάγματα από την κρίση πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας της δεκαετίας του 1930 στη Δύση που επίσπευσε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και προώθησε αυτές τις νέες πρωτοβουλίες στο όνομα της “ειρηνικής ανάπτυξης”.
Ωστόσο, η στροφή στην πολιτική OBORδηλώνει ένα περιφερειακό σενάριο παρόμοιο με αυτό που ακολουθούνταν στην Ευρώπη μεταξύ του τέλους του 19ου αιώνα και των χρόνων πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ισχυρά κράτη διαγκωνίζονταν για βιομηχανική και στρατιωτική κυριαρχία. Η στρατηγική OBOR συνδυάζει χερσαία και ναυτιλιακή ισχύ, ενισχύοντας την υπάρχουσα Κινεζική ηγεμονία στον ωκεανό της Ανατολικής Ασίας.
Ιστορικά, κατά την δυναστεία Tang ( 618-907 μ.Χ.), το επεκτεινόμενο εμπόριο της Κίνας με τη Δύση, κινητοποίησε τον Ισλαμικό κόσμο να ασκήσει έλεγχο στους εμπορικούς δρόμους της Κεντρικής και Δυτικής Ασίας, αναγκάζοντας την Ευρώπη – υπό την πίεση της κρίσης αργύρου που είχε προκληθεί από τα συνεχή εμπορικά ελλείμματα – να αναζητήσει εμπορικούς δρόμους στην Ανατολή που θα επέτρεπαν την παράκαμψη των Ισλαμικών περιοχών. Μία μετά την άλλη, η Ισπανία, οι Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο και τελικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν κυρίαρχες ναυτιλιακές δυνάμεις, προστατεύοντας και ενισχύοντας τα εμπορικά τους συμφέροντα στην Ανατολική Ασία.
Εάν το σχέδιο OBOR ήταν απλώς “ένας δρόμος”, θα περιοριζόταν στο να είναι μια παραδοσιακή χερσαία στρατηγική, αλλά το σχέδιο OBOR διευρύνει τη δευτερεύουσα ναυτιλιακή ισχύ κατά μήκος της Κινεζικής Ακτής που υποστηρίζεται από την τεράστια έκταση της χώρας.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Άγγλος γεωγράφος Halford John Mackinderυποστήριζε ότι μια ισχυρή δύναμη που θα ενοποιούσε τα κανάλια των μεταφορών και του εμπορίου της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής δημιουργώντας ένα “παγκόσμιο-νησί”, θα ήταν έτοιμη να κυριαρχήσει στην υδρόγειο2. Το 1919 έγραψε ότι “όποιος κυβερνά την Ανατολική Ευρώπη ελέγχει την ενδοχώρα· όποιος κυβερνά το “παγκόσμιο νησί” ελέγχει τον κόσμο3. Πρακτικά,ωστόσο, είναι ακόμη αναγκαίο να συντονίζονται ο έλεγχος των χερσαίων δρόμων με τις θαλάσσιες μεταφορές κατά μήκος των ακτών αυτού του “παγκόσμιου-νησιού”.
Το σχέδιο OBOR εξαρτάται από μια σειρά λεπτών γεωπολιτικών σχεδιασμών. Σήμερα, μόνο τρία κράτη μπορούν να θεωρηθούν ηπειρωτικές δυνάμεις: η Κίνα, η Ρωσία και οι Η.Π.Α. Η Κίνα δεν μπορεί απλά να ανοίξει έναν νέο χερσαίο Δρόμο του Μεταξιού, επειδή αναπόφευκτα αυτός θα έπρεπε να περάσει μέσα από τη Ρωσία. Από την ανάδυση της ως αυτοκρατορική δύναμη στα τέλη του 18ου αιώνα, η γεωπολιτική στρατηγική της Ρωσίας ήταν προσανατολισμένη προς την Ευρώπη , δίνοντας δευτερεύουσα μόνο προσοχή στην Ανατολική Ασία. Αυτή εν μέρει εξηγεί γιατί, ενώ η οικονομία της επωφελήθηκε από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου πριν μερικά χρόνια, η Ρωσία μικρή σημασία έδωσε στην πρόταση της Κίνας για τον Δρόμο του Μεταξιού. Ομοίως, η Ρωσία πρωτοστάτησε στη διαπραγμάτευση της νέας Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης που στοχεύει να εντάξει και να συνδέσει την Ευρώπη με τις πρώην σοβιετικές χώρες της Κεντρικής Ασίας. Θέτοντάς το ωμά, n Κίνα δεν ενέχονταν στην ενοποίηση της Κεντρικής Ασίας. Ωστόσο, στον απόηχο της ουκρανικής κρίσης, η Ρωσία αντιμετωπίζει την εχθρότητα της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, και με την παγκόσμια κάμψη των τιμών του πετρελαίου, η χώρα δεν έχει άλλη επιλογή από το να στραφεί ανατολικά και σοβαρά να λάβει υπόψη της την πρόταση της Κίνας για δι-ηπειρωτική στρατηγική συνεργασίας. Παρόλα αυτά εάν οι σχέσεις με την Ευρώπη βελτιώνονταν, η Ρωσία γοργά θα στρεφόταν προς την Ευρώπη. Όσο στενά κι αν συνδεθούν τα περιφερειακά τους συμφέροντα, ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα μπορούν να μην έχουν εναλλακτική. Αυτός είναι ο λόγος που η γεωπολιτική στρατηγική της Κίνας παρουσιάζεται ως το σχέδιο OBOR, ένα διακριτά κινεζικό σχέδιο.
Εντούτοις, η Κίνα γνωρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίσουν την απόπειρα OBOR ενισχύοντας τη συμμαχία τους με ομάδες κεφαλαιακών συμφερόντων – τόσο εντός όσο και εκτός της άρχουσας κλίκας – για να επαναβεβαιώσουν την επιρροή τους επί της μελλοντικής Κινεζικής ανάπτυξης. Πράγματι, από αυτή την άποψη οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη μεγάλη επιτυχία: η Κινεζική οικονομική γραφειοκρατία αποδέχεται την σταθερή υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών ως παγκόσμιας κεντρικής τράπεζας, καθιστώντας απίθανη την επερώτηση, πολλώ δε μάλλον την υπονόμευση της ηγεσίας των Η.Π.Α. στην παγκόσμια τάξη. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προσαρμόσουν τη διπλωματική στρατηγική τους αναφορικά με το σχέδιο OBOR. Το Ιράν για παράδειγμα, είναι ένα σημαντικό μέρος της πρότασηςOBOR, και ανεξάρτητα από τους άλλους σκοπούς της, η συμφωνία των Η.Π.Α. με το Ιράν για τα πυρηνικά ήταν μια στρατηγική προσαρμογή που στόχευε να εξισορροπήσει την επιρροή της Κίνας στην περιοχή.
Θαλάσσια Ισχύς και η περιοχή της ASEAN
Για τόσο μικρός τόπος, η Σιγκαπούρη έχει επί μακρόν μεγάλη επιρροή και στρατηγική σημασία. Με τα στενά της Μαλάκα, ελέγχει ένα ζωτικό σημείο πρόσβασης για τις εμπορικές θαλάσσιες οδούς που συνδέουν την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία. Η Σιγκαπούρη σαφώς κατανοεί ότι η επιβίωσή της εξαρτάται από την ισορροπία μεταξύ Δύσης και Κίνας. Η Δύση θεωρούσε τον πρώτο πρωθυπουργό της Σιγκαπούρης, Lee Kuan Yew, έναν φλογερό μαχητή του Ψυχρού Πολέμου, αποφασισμένο να σταματήσει την εξάπλωση του Κομμουνισμού στην περιοχή. Έτσι, παρά τους στενούς δεσμούς του Lee με Κινέζους αξιωματούχους και την συμπάθειά τους για την αυταρχική αποδοτικότητα και τον κορπορατισμό της “ασιατικών αξιών” ιδεολογίας του, η Σιγκαπούρη ποτέ δεν θα γινόταν σύμμαχος της Κίνας. Ο Lee παρέμεινε πιστός στα Αμερικανικά συμφέροντα μέχρι τέλους: άμεσα μετά την ανάληψη της προεδρείας από τον Ομπάμα, ο Lee παρώθησε την διπλωματική “στροφή” στην Ασία και τον Ειρηνικό, και άνοιξε στρατιωτικά λιμάνια για να υποστηρίξει την ανάπτυξη νέων στρατιωτικών δυνάμεων εντός της περιοχής της Ένωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN). Δεδομένης αυτής της κληρονομιάς, η Κίνα δεν τρέφει αυταπάτες για την αφοσίωση της Σιγκαπούρης.
Για αυτούς και άλλους λόγους, η Κίνα επιθυμεί να ανοίξει άλλο κανάλι μεταφοράς από την νοτιοδυτική Κίνα προς τον Ινδικό Ωκεανό, παρακάμπτοντας τα στενά της Μαλάκα. Μία άλλη πιθανή νότια διαδρομή θα περνούσε μέσω του Πακιστάν ή του Μπαγκλαντές στον Ινδικό Ωκεανό. Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος θα ήταν να συνδεθεί με τη Σρι Λάνκα, όπου ένα νέο παγκόσμιας κλάσης λιμάνι θα ανοίξει ένα νέο διαμετακομιστικό κέντρο στον Ινδικό Ωκεανό. Η ASEAN είναι το σημείο εκκίνησης του θαλάσσιου δρόμου του μεταξιού που προτείνεται από την Κίνα, αλλά είναι επίσης και περιοχή γεμάτη με σύνθετα προβλήματα και όπου η επιρροή των Η.Π.Α. είναι βαθιά ριζωμένη.
Η ανάπτυξη της Κίνας και το σύστημα του Αμερικανικού Δολαρίου
Τα τελευταία χρόνια η Κίνα έχει αναλάβει έναν ηγετικό ρόλο στην εγκαθίδρυση μιας νέας σειράς διεθνών οικονομικών θεσμών, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Τράπεζας Ανάπτυξης (New Development Bank), το Αποθεματικό Ταμείο Έκτακτης Ανάγκης (Contingent Reserve Arrangement), την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών (Asia Infrastructure Investment BankAIIB) και το Ταμείο του Δρόμου του Μεταξιού (Silk Road Fund), όπως επίσης και τον οργανισμό συνεργασίας της Σαγκάης. Μαζί αντιπροσωπεύουν ένα περιφερειακό αντίβαρο σε οργανισμούς δυτικής επιρροής όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα – και πιο πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – που έχουν κυριαρχήσει στην παγκόσμια οικονομική τάξη από την εποχή της υιοθέτησης του συστήματος Bretton Woods μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Κίνα ίσως είναι μόλις η τρίτη χώρα στην ιστορία, μετά την Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την ικανότητα να διαμορφώσει και να ηγηθεί ενός παγκόσμιου συστήματος οικονομίας και εμπορίου. Φυσικά, στο άμεσο μέλλον, η Κίνα δεν θα αντικαταστήσει το σύστημα του αμερικανικού δολαρίου· Θα μπορούσε το πολύ να σταθεί επί ίσοις όροις. Αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες υπερκέρασαν το Ηνωμένο Βασίλειο αναφορικά με την βιομηχανική παραγωγική ικανότητα στα τέλη του 19ου αιώνα, χρειάστηκαν άλλα 50 χρόνια και δύο παγκοσμίους πολέμους προτού μπορέσουν να κυριαρχήσουν στην παγκόσμια οικονομία. Η Κίνα αναγνωρίζει αυτήν την πραγματικότητα, και έχει με συνέπεια προωθήσει την AIIB και άλλους οργανισμούς ως συμπληρώματα, όχι ως ανταγωνιστές της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Ασιατικής Τράπεζας Ανάπτυξης (ADB).
Σε δέκα περίπου χρόνια, εφόσον κάποια μείζονα αστάθεια δεν αναστατώσει την κινεζική οικονομία, μοιάζει αναπόφευκτο ότι το νόμισμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας θα γίνει ένα από τα πιο σημαντικά διεθνή νομίσματα. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι καθόλου σαφές εάν το γουάν-ρενμίνμπι, ακόμη και σε 20 χρόνια, θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ηγεμονική θέση του αμερικανικού δολαρίου. Καθώς μια καπιταλιστική οικονομία βιομηχανοποιείται, η ισχύς του νομίσματός της εξαρτάται από την διαρκή παραγωγική ικανότητα, υποστηριζόμενη από την κυβέρνηση και την κοινωνία των πολιτών. Ωστόσο στην επόμενη φάση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, κύρια πηγή της αξιοπιστίας του νομίσματος είναι η πολιτική και στρατιωτική ισχύς της χώρας. Από αυτή τη σκοπιά, η αδιαμφισβήτητη θέση του αμερικανικού δολαρίου ως παγκόσμιο πιστωτικό νόμισμα προκύπτει κυρίως από την τεράστια στρατιωτική δύναμη των Η.Π.Α.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσωπεύουν το 40% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, ποσοστό μεγαλύτερο από το σύνολο των δαπανών των επόμενων 10 χωρών.
Φυσικά, μια συνεχώς επεκτεινόμενη στρατιωτική ηγεμονία δεν είναι η μόνη πηγή της οικονομικής κυριαρχίας των Η.Π.Α. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδιωτικές εταιρείες και κυβερνητικοί οργανισμοί στις Η.Π.Α. έχουν ηγηθεί παγκοσμίως στην τεχνολογική καινοτομία, όχι μόνο στην βιομηχανία όπλων αλλά και στα χημικά προϊόντα, τους ημιαγωγούς, το σινεμά και την τηλεόραση, τηναεροπλοΐα, τους υπολογιστές, την οικονομία, τις επικοινωνίες και την πληροφορική. Όλες αυτές οι καινοτομίες έχουν διευκολύνει την παγκόσμια επέκταση της υψηλής προστιθέμενης αξίας του κεφαλαίου. Το θεμέλιο της αξίας του αμερικανικού δολαρίου, εκτός της αμερικανικής στρατιωτικής και πολιτικής δύναμης, είναι επομένως η μονοπωλιακή καινοτόμα ικανότητα των Η.Π.Α. να αυξάνει την προστιθέμενη αξία του κεφαλαίου.
Στην Κίνα σήμερα, το πνεύμα του ουτοπικού καπιταλισμού, ανεξέλεγκτο σε όλα τα επίπεδα της οικονομίας, οδηγείται από την πεποίθηση ότι εφόσον η κρατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις συνεχώς θα αποσύρονται ή θα διαλύονται για να αντικατασταθούν από ιδιωτικές επιχειρήσεις, η Κίνα θα ευλογείται από κάποια θαυματουργή δύναμη της αγοράς με την καινοτόμο ικανότητα για υψηλή προστιθέμενη αξία.
Αλλά χωρίς τεράστιες επενδύσεις στη συστηματική έρευνα και ανάπτυξη, είναι ασαφές το πως διάσπαρτες συγκεντρώσεις ιδιωτικού κεφαλαίου στην Κίνα θα μπορούσαν να κάνουν τέτοιες προόδους στο εγγύς μέλλον. Συνεπώς, το νόμισμα της Κίνας είναι απίθανο να αμφισβητήσει το αμερικανικό δολάριο ή ακόμη και το Ευρώ. Κατά ειρωνικό τρόπο, η μόνη δύναμη που φαίνεται ικανή να καταποντίσει το δολάριο είναι το ίδιο το όλο και πιο εικονικό χρηματοπιστωτικό σύστημα των Η.Π.Α.
Στην εξαγωγή κεφαλαίου την τελευταία δεκαετία, η Κίνα δεν είχε κανέναν συνολικό προγραμματισμό για ξένες επενδύσεις και ανάπτυξη, εμπλεκόμενη μερικές φορές σε γεωπολιτικές κρίσεις, όπως στη Λιβύη ή το Σουδάν, άλλες φορές σε γραφειοκρατικά τέλματα, όπως στο ρόλο που έπαιξε στον μεξικανικό σιδηρόδρομο υψηλής ταχύτητας και στα έργα στο λιμάνι της Σρι Λάνκα. Αυτή η αστοχία στον προσανατολισμό ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης ισχυρής υποστήριξης και συντονισμού από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όπως ηAIIB. Ενώ η Κίνα έχει γίνει μια σημαντική χώρα εξαγωγής κεφαλαίου, έχει σε μεγάλο βαθμό αποφύγει να προσχωρήσει σε ρητές πολιτικές ή οικονομικές συμμαχίες που θα μπορούσαν να προστατεύσουν τις μεγάλης κλίμακας ξένες επενδύσεις. Με την ίδρυση της Νέας Τράπεζας Ανάπτυξης και την AIIB, ωστόσο, οι οικονομικοί δεσμοί της Κίνας με τις γειτονικές χώρες έχουν γίνει πιο επίσημες και πιο εκτεταμένες. Από αυτή την άποψη, αντιπροσωπεύουν το είδος του διακρατικού θεσμικού οικοδομήματος που είναι αναγκαίο για να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση και στρατηγικό πλεονέκτημα στις εξαγωγές κεφαλαίου της Κίνας.
Ένας στόχος της «στροφής» της κυβέρνησης Ομπάμα στην Ασία-Ειρηνικό ήταν να αποτρέψει την ανάδυση μια αμοιβαία επωφελούς ασιατικής νομισματικής συμμαχίας ανάμεσα στην Κίνα, την Ιαπωνία και την Νότια Κορέα, που θα απειλούσε την υπεροχή του αμερικανικού νομίσματος στην περιοχή. Σε αυτή την κατεύθυνση, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενθάρρυναν την παλινόρθωση της δεξιάς πτέρυγας υπό τον Σίνζο Άμπε, βοηθώντας τη διαμόρφωση ενός αμυντικού δακτυλίου στον Ειρηνικό για να περιορίσει την Κίνα. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρηματοδότησαν την Δια-ειρηνική εμπορική συμφωνία (TransPacificPartnershipTPP), εν μέρει για να διασφαλίσουν ότι η περιοχή Ασίας- Ειρηνικού θα παραμείνει οχυρό του δολαρίου. H AIIB αποτελεί την απάντηση της Κίνας. Παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες άσκησαν ισχυρές πιέσεις στους Ευρωπαίους και Ασιάτες συμμάχους τους να μην ενταχθούν στην τράπεζα, από την ίδρυσή της το 2015, η AIIB έχει ήδη προσελκύσει σημαντικές διεθνείς συμμετοχές, που περιλαμβάνουν όχι μόνο μείζονες αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως είναι της Βραζιλίας, τη Ινδίας και της Ρωσίας, αλλά επίσης και οικονομίες όπως της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Ένας λόγος για την αργή πρόοδο των διαπραγματεύσεων για την TPP είναι ότι η συμφωνία έχει επικεντρωθεί στα συμφέροντα των Η.Π.Α., και η οριακή ανταπόδοση από την επίτευξη δασμολογικών μειώσεων μπορεί να αποδειχθεί ελάχιστη σε σύγκριση με τις οικονομικές επιπτώσεις.
Ωστόσο, η ίδρυση της ΑΙΙΒ ανάγκασε τις Ηνωμένες Πολιτείες και να επιταχύνουν αυτές τις διαπραγματεύσεις και να κάνουν σημαντικές παραχωρήσεις, φθάνοντας τελικά σε μια συμφωνία τον Οκτώβριο του 2015. (Παρά ταύτα, μετά από όλες αυτές τις προσπάθειες, η εκλογή του Donald Trump έχει θέσει το μέλλον της TPP σε απρόβλεπτο κίνδυνο.)
Παραδόξως για τις Ηνωμένες Πολιτείες – οι οποίες ξεκίνησαν την ΤΡΡ με αρχική πρόθεση τον αποκλεισμό της Κίνας – η ΑΙΙΒ σηματοδοτεί την πρώτη φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποκλειστεί από μια σημαντική διεθνή οικονομική δομή, κάτι που έχει να συμβεί πριν από τη συμφωνία Bretton Woods. Όταν πιστοί Ευρωπαίοι σύμμαχοι όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ελβετία και άλλοι ανακοίνωσαν τη συμμετοχή τους, ο Ομπάμα κάλεσε μια συνάντηση έκτακτης ανάγκης για την εθνική ασφάλεια. Ο λόγος είναι ξεκάθαρος: Η ΑΙΙΒ αμφισβητεί, αν και ακόμη εντός ενός θεσμικού πλαισίου, την οικονομική ηγεμονία των Η.Π.Α. που επικρατούσε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Φυσικά, αυτοί οι σύμμαχοι δεν επιθυμούν ακόμη να εγκαταλείψουν το σύστημα που κυριαρχείται από το δολάριο, αλλά απλά να περιορίσουν τους κινδύνους, καθώς η ηγεμονία του δολαρίου δείχνει σαφή σημάδια εξάντλησης. Κατά την συγκρότηση της ΑΙΙΒ, η Κίνα έχει τονίσει τα κοινά συμφέροντα και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών, ό,τι καλύτερο για να προσελκύσουν τους ενδιαφερόμενους συμμάχους.
Η πρώτη χώρα που φέρεται να εντάχθηκε στην ΑΙΙΒ είναι η Ελβετία. Ωστόσο, επειδή οι Ελβετοί ιθύνοντες επιθυμούσαν να κρατήσουν τις διαπραγματεύσεις μυστικές και ανέβαλαν την ανακοίνωση της απόφασης, η Βρετανία ήταν η πρώτη Ευρωπαϊκή χώρα που επίσημα ανακοίνωσε τη συμμετοχής της. Το ό,τι τόσο η Ελβετία όσο και το Λουξεμβούργο, οχυρά του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που είχαν στο παρελθόν αρνηθεί να ενταχθούν στους περισσότερους διεθνείς οργανισμούς, εργάζονται τώρα με την ΑΙΙΒ, καταδεικνύει ότι η συμμαχία του Bretton Woods αντιμετωπίζει βαθιές εσωτερικές ρηγματώσεις. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για το δίλημμα του Τρίφιν για το σύστημαBretton Woods: τα συμφέροντα των Η.Π.Α. και των διαχρονικών συμμάχων τους αρχίζουν να εμφανίζουν ανυπέρβλητες ενδεχομένως αντιφάσεις.
Η θεσμική συνοχή αυτής της συμμαχίας διολισθαίνει για καιρό. Πρωταρχικός σκοπός του συστήματος Bretton Woods ήταν να διευκολύνει τις εξαγωγές πλεονάζουσας βιομηχανικής παραγωγικής ικανότητας και κεφαλαίου από τις Η.Π.Α. Τα συμφέροντα της μεταπολεμικής ανάπτυξης και η ανάκαμψη της Ευρώπης ήταν ευθυγραμμισμένα. Το 1971, όταν η κυβέρνηση Νίξον αποσυνέδεσε το δολάριο από τον χρυσό και οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να εξάγουν ρευστότητα σε μεγάλη κλίμακα, οι κινήσεις αυτές έμοιαζαν να εξυπηρετούν και τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ομοίως. Ωστόσο, τα τελευταία 20 χρόνια, οι θεμελιώδεις ανάγκες των δύο φαίνεται να έχουν έλθει σε σύγκρουση. Οι μεταρρυθμίσεις εντός του Δ.Ν.Τ. έχουν καθυστερήσει, επειδή οι Η.Π.Α. δεν θέλουν να παραιτηθούν από το δικαίωμα άσκησης βέτο, ενώ άλλοι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κυριαρχούμενοι επί μακρόν από τις Η.Π.Α. έχουν αποδειχθεί ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την ταχεία ανάδυση των οικονομιών της Ανατολικής Ασίας. Η ΑΙΙΒ, υπό την Κίνα, είναι ένα σαφές αποτέλεσμα αυτών των τάσεων.
Η συμμαχία ανταλλαγής ρευστότητας που σχηματίστηκε τον Οκτώβριο του 2013 μεταξύ 6 κεντρικών τραπεζών –της Τράπεζας του Καναδά, της Τράπεζας της Αγγλίας, της Τράπεζας της Ιαπωνίας, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των Η.Π.Α., και της Εθνικής Τράπεζας της Ελβετίας – είναι σχεδιασμένη για να αποτρέψει μια άλλη μεγάλης κλίμακας κρίση ρευστότητας στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική όπως αυτή που επιτάχυνε την οικονομική κρίση του 2008-9. Όμως η συμμαχία αυτή είναι μόνο προληπτική. Το νέο παγκόσμιο παράδειγμα χρειάζεται τώρα νέους θεσμούς και δυναμικές ενεργητικές προτάσεις. Το Δ.Ν.Τ. και η Παγκόσμια Τράπεζα (και η θυγατρική της ΑDB), περιορισμένα από τα αμερικανικά συμφέροντα, δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτό. Μπορεί η Κίνα να αξιοποιήσει την ευκαιρία να εποπτεύσει την ανάπτυξη μια νέας παγκόσμιας οικονομικής συμμαχίας; Για μια μεγάλη βιομηχανική χώρα που μόλις εισέρχεται στην φάση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, όλο και περισσότερο αντιμετωπίζει εσωτερικές διαταραχές, η πρόκληση είναι πρωτοφανής και τεράστια.
Αποδυναμώνοντας Συμμαχίες
Η ίδρυση της ΑΙΙΒ φέρνει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε δύσκολη θέση, καθώς σηματοδοτεί την πρώτη σημαντική αποσκίρτηση στενών συμμάχων τους από την δημιουργία του ενιαίου μετώπου των δυτικών καπιταλιστικών χωρών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν έντονα επικρίνει τους Ευρωπαίους εταίρους τους, ιδίως το Ηνωμένο Βασίλειο που έχει απαντήσει αναλόγως. Η Νότια Κορέα και η Αυστραλία αποθαρρύνονταν να συμμετέχουν, κάτι που έκαναν την τελευταία στιγμή. Από τους μείζονες συμμάχους των Η.Π.Α., μένει μόνο η Ιαπωνία που επιθυμεί να ανακτήσει την περιφερειακή στρατιωτική της θέση, και τον Καναδά που υπήρξε αδιάφορος από την αρχή.
Επιπρόσθετα σε αυτές τις εντάσεις εντός της υπό αμερικανική ηγεσία οικονομικής τάξης, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι πολιτικές συμμαχίες των Ηνωμένων Πολιτειών και στην Ευρώπη και στην Ασία βρίσκονται σε παρόμοια ένταση. Για παράδειγμα, είναι πολύ δύσκολο για τους Ευρωπαίους συμμάχους, ιδίως την Γερμανία, να ακολουθήσει την σκληρή, νέο-ψυχροπολεμική στάση των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στη Ρωσία, όπου τα γερμανικά οικονομικά συμφέροντα είναι βαθιά ριζωμένα. Βεβαίως, πέρα από την εκτόξευση απειλών, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θέλουν πραγματικά να κάνουν πόλεμο με την Ρωσία. Ο ευρύτερος γεωπολιτικός τους στόχος είναι να υποδαυλίσουν συγκρούσεις ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Ρωσία, ό,τι καλύτερο για να αναστείλουν την ανάπτυξη μιας ισχυρής σύνδεσης Ευρώπης-Ρωσίας- Κεντρικής Ασίας. Με την Ουκρανική Κρίση, οι Ηνωμένες Πολιτείες ελπίζουν να απομονώσουν περαιτέρω τη Ρωσία από την υπόλοιπη Ευρώπη, με τις ίδιες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να στηρίζουν απρόθυμα.
Παρόμοιες αντιφάσεις έχουν προκύψει και στην Ασία. Η Νότια Κορέα και η Αυστραλία είναι βασικοί εταίροι στις προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να περιορίσουν την Κίνα, καθώς και μέλη της ΤΡΡ. Ωστόσο, έχουν επίσης προσχωρήσει και στην ΑΙΙΒ, σε μια έμμεση εναντίωση στην κυριαρχική επιρροή των Η.Π.Α. Μόνο η Ιαπωνία, βρισκόμενη εκτός και της ΤΡΡ και της ΑΙΙΒ, παραμένει πιστός σύμμαχος, σε μεγάλο βαθμό λόγω της συνεχούς αμερικανικής υποστήριξης στην στρατιωτική της ανάπτυξη. Τα μακρόστενα ιαπωνικά νησιά είναι ελλιπή σε πόρους και για να γίνει ένα ισχυρό κράτος η Ιαπωνία, είναι αναγκαίο να αναπτύξει ναυτική δύναμη και να επεκταθεί. Στο τέλος του19ου αιώνα, η Ιαπωνία νίκησε το ναυτικό της Κινεζικής Αυτοκρατορίας, στη συνέχεια σημείωσε νίκη εναντίον της Ρωσίας για να δεσπόσει στην περιοχή. Έπειτα η Ιαπωνία θέλησε να αμφισβητήσει την ισχυρή ναυτική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά ηττήθηκε και καταλήφθηκε, για να γίνει εν τέλει υποτελής της αμερικανικής ναυτικής δύναμης. Σε κάθε περίπτωση, οι επικρατούσες πολιτικές ιδεολογίες στις δύο χώρες είναι επί μακρόν συμβατές μεταξύ τους.
Η Νότια Κορέα έχει υπάρξει για δεκαετίες ο κυριότερος περιφερειακός αντίπαλος της Ιαπωνίας. Μια ενωμένη Κορέα θα ήταν σε θέση να αμφισβητήσει την Ιαπωνία όσον αφορά τις πληθυσμιακές , στρατιωτικές και βιομηχανικές δυνατότητες. Αλλά προς το παρόν, η Νότια Κορέα έχει καταστήσει την Κίνα τον πιο σημαντικό εμπορικό εταίρο της, και τα δύο κράτη έχουν υπογράψει τη δική τους συμφωνία ελεύθερου εμπορίου. Ακόμη και υπό το πρίσμα μια μελλοντικής ενοποίησης, η Νότια Κορέα θα χρειαστεί εντέλει την βοήθεια της Κίνας. Ωστόσο η προοπτική μιας ενωμένης Κορεατικής χερσονήσου, δεν είναι καθόλου ελκυστική για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αφού η τρομερή τριάδα της Κίνας, της Κορέας και της Ιαπωνίας θα ανταγωνιζόταν ευθέως με τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ανατολική Ασία. Επιπλέον, σε περίπτωση ένωσης, είναι αμφίβολο η νέα Κορέα να θελήσει να εγκαταλείψει τις πυρηνικές της δυνατότητες, οδηγώντας την τελικά να αναζητήσει στρατιωτική ανεξαρτησία από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι, παρά τους φαινομενικού δεσμούς, τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Νότιας Κορέας είναι προορισμένα να έρθουν σε σύγκρουση.
Ακόμη και η Ιαπωνία, ο στενότερος σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ασία, μπορεί να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο. Η χώρα παλεύει να αντιμετωπίσει το πλεόνασμα κεφαλαίου, και ανησυχεί για την εύρεση νέων αγορών για τις βιομηχανικές εξαγωγές της. Οι κορυφαίες εταιρείες της χώρας συνεπώς ελπίζουν η Ιαπωνία να προσχωρήσει στην ΑΙΙΒ. Αυτές οι τάσεις δεν είναι καινούριες: μετά την Ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1997, η Ιαπωνία κινήθηκε προς την ίδρυση, του Ασιατικού Ταμείου Σταθερότητας, που θα μπορούσε να γίνει η κυρίαρχη οικονομική δύναμη στην Ασία που όμως συνάντησε το βέτο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ιαπωνία ηγείται της Ασιατικής Τράπεζας Ανάπτυξης (Asia Development BankADB), αλλά εντέλει συμμορφώνεται με τις αμερικανικές οδηγίες. Η περιοχή έχει ετήσιες απαιτήσεις 800 δις δολαρίων για επενδύσεις σε υποδομές, αλλά η ADB έχει εγκρίνει μόλις 13.5 δις δολάρια. Η επιθυμία για στρατιωτική ανάπτυξη έχει κρατήσει την άρχουσα φιλελεύθερη δημοκρατική ελίτ της Ιαπωνίας σταθερά προσδεδεμένη στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά μακροπρόθεσμα η καθυπόταξη των ιαπωνικών συμφερόντων στην αμερικανική στρατηγική μπορεί να αποδειχθεί μη βιώσιμη.
Καθώς η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως μόνη υπερδύναμη έχει υποχωρήσει, τα συμφέροντα άλλων εθνικών συνασπισμών και συμμάχων έχει αναπτυχθεί ποικιλόμορφα. Οι εσωτερικές αντιφάσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των στενών τους συμμάχων βαθαίνουν μέρα με την ημέρα. Θα απαιτήσει προσεχτικό σχεδιασμό και επιμελή στρατηγική από την Κίνα για να βρει την καλύτερη θέση σε αυτήν την μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη. Για πάνω από δύο δεκαετίες, η Κίνα έχει κρατήσει χαμηλό διπλωματικό προφίλ σε σχέση με το μέγεθος και την ισχύ της. Στο προσεχές μέλλον, η κινεζική διπλωματία θα χρειαστεί νέες ιδέες και τακτικές.
Πέρα από την Ανάπτυξη, Προς την Κοινωνική Δικαιοσύνη
Από τη δεκαετία του 1950 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιτυχώς εξήγαγαν την ιδεολογία της βιομηχανικής ανάπτυξης που εξυπηρετούσε εξίσου και τα οικονομικά και τα στρατιωτικά συμφέροντά τους. Ωστόσο, αφότου αυτή η κατευθυνόμενη από την Παγκόσμιο Τράπεζα “αναπτυξιοκρατία” είχε αφήσει πολλές αναδυόμενες χώρες εξαθλιωμένες και βουλιαγμένες στο εξωτερικό χρέος, ο αμερικανικός διπλωματικός λόγος μετατοπίστηκε τη δεκαετία του 1980 προς την οικοδόμηση θεσμών, τη δημοκρατία και την ελευθερία. Ειδικότερα, μετά τον Α΄ Πόλεμο του Κόλπου, ο αγώνας για “ελευθερία και δημοκρατία” έγινε η βασική θεματική της αμερικανικής γεωπολιτικής ιδεολογίας. Παρ΄ όλα αυτά, την τελευταία δεκαετία, οι ιμπεριαλιστικές εκστρατείες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν έχουν πυροδοτήσει μια αλληλουχία τοπικών συγκρούσεων που προκαλούν όχι μόνο τον θάνατο και τον εκτοπισμό πληθυσμών σε μαζική κλίμακα αλλά και προωθούν την άνοδο οργανώσεων όπως το Ισλαμικό Κράτος. Ο επίσημος λόγος της δημοκρατίας και της ελευθερίας, πάντα ανειλικρινής, έχει απαξιωθεί σημαντικά. Η “ασφάλεια” και η “ σταθερότητα” είναι τώρα τα συνθήματα της αμερικανικής στρατηγικής· Οι παλαιοί σκοποί της παγκόσμιας ειρήνης και της ευημερίας έχουν πέσει θύμα των καταστροφικών παρεμβάσεων των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η επίσημη ιδεολογία πίσω από το σχέδιο OBOR, αντίθετα, είναι η ειρηνική ανάπτυξη – για να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις στις υποδομές και να διευκολυνθεί η οικονομική ανάπτυξη, να προωθηθεί η συνεργασία και να ελαχιστοποιηθούν οι συγκρούσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ειρηνική ανάπτυξη είναι πιο συνετή και βιώσιμη από την αμερικανικού στυλ στρατιωτικοποιημένη “ασφάλεια”· η φτώχεια και η αδικία είναι θερμοκήπια του εξτρεμισμού.
Εντούτοις, ο λόγος για “ειρηνική ανάπτυξη” έχει τα δικά του τυφλά σημεία που αντικατοπτρίζουν τις εσωτερικές αντιφάσεις της Κίνας. Για παράδειγμα, πώς μπορεί η ΑΙΙΒ να αποφύγει τη ζημία που επέφεραν η Παγκόσμια Τράπεζα και άλλοι στο περιβάλλον και στους ντόπιους βιοτικούς πόρους; Πώς μπορεί η Κίνα να προωθήσει επενδύσεις σε υποδομές που οδηγούν στην τοπική ανάπτυξη μέσω της ποικιλότητας και της βιωσιμότητας, και όχι επενδύσεις που απλά υπηρετούν την ανάγκη εξεύρεσης αγορών για τις εξαγωγές της;
Η πρόκληση, με άλλα λόγια, είναι να διασφαλιστεί ότι η ΑΙΙΒ και το Ταμείο του Δρόμου του Μεταξιού δεν θα γίνουν απλά εταίροι του Δ.Ν.Τ. και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ανατολική Ασία. Δεδομένου ότι το σχέδιο OBOR είναι ένας αγώνας για θεσμική επιρροή στην Ανατολική Ασία, ο αποφασιστικός παράγοντας επιτυχίας ή αποτυχίας του σχεδίου μπορεί να είναι η ανταγωνιστικότητα των κατευθυντηρίων αρχών του. Η Κίνα οφείλει να προωθήσει το μήνυμα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δίκαιης ανάπτυξης για να αντιμετωπίσει την “ήπιας ισχύος” πολιτική της θεσμικής μετάβασης που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προωθήσει από την δεκαετία του 1980.
Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι αυτή η υπεροχή στο επίπεδο του λόγου θα εξαρτηθεί τόσο από τις πράξεις όσο και από τις διατυπώσεις. Εάν η Κίνα συνεχίσει να απορροφά την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα μέσω της ταχείας αστικοποίησης χωρίς να λαμβάνει υπόψη την αγροτική, πολιτισμική και οικολογική βιωσιμότητα, και αν η κυβέρνηση αποτύχει να αντιμετωπίσει τις οξείες κοινωνικές αντιθέσεις που προκαλούνται από τις διευρυνόμενες οικονομικές ανισότητες, τις εργατικές διαφορές, την περιβαλλοντική επιδείνωση και την επίσημη διαφθορά, τότε τα συνθήματα για “αναπτυξιοκρατία βασισμένη στις υποδομές” λίγη πειθώ θα έχουν στο εξωτερικό.
Τελευταία Επισήμανση: Μαθαίνοντας από την αγροτική κοινωνία
Από το τέλος της δυναστείας των Τσινγκ (1644-1911), καθώς η Κίνα έχει περάσει από μια σειρά αγώνων για εθνική ανεξαρτησία και ενότητα, η αγροτική κοινωνία ήταν πάντοτε κεντρικό στοιχείο στη δομή της διακυβέρνησης. Όποτε ένας από τους παραδοσιακούς μηχανισμούς της τοπικής διακυβέρνησης δέχονταν επίθεση, που απειλούσε τους βιοτικούς πόρους των χωρικών και των χωριών, ξεσπούσαν σοβαρές κοινωνικές συγκρούσεις, που προκαλούσαν μερικές φορές την εξέγερση των χωρικών. Από την κατάρρευση της δυναστείας Τσινγκ έως την πτώση της Δημοκρατίας της Κίνας το 1949, οι βίαιες εξεγέρσεις οδηγούμενες από τους αγρότες ήταν πάρα πολύ κοινές. Αλλά όπου ήταν δυνατόν να γίνει αποτελεσματική χρήση των παραδοσιακών κοινωνικών και οικονομικών θεσμών της αγροτικής κοινωνίας, οι αγροτικές κοινότητες υπήρξαν αναπόσπαστο στοιχείο της ανάπτυξης της χώρας. Ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες της βιομηχανοποίησης, η κινεζική ύπαιθρος έχει καταστεί πηγή τεράστιου “αποθέματος εργασίας”, επιτρέποντας στο κράτος να βασιστεί στο τρίπτυχο Sannong – το αποκαλούμενο τα “τρία στοιχεία της υπαίθρου”, των χωρικών, των χωριών και της γεωργίας – ως θεμέλιο του ταραχώδους αλλά διαρκούς εκσυγχρονισμού τα τελευταία 60 χρόνια.
Η κινεζική αγροτική κοινωνία έχει μπορέσει να απορροφήσει τους κινδύνους αυτού του εκσυγχρονισμού εξ’ αιτίας της σχέσης της με τη φύση, ένα πλεονέκτημα που ποτέ δεν έχει επαρκώς εκτιμηθεί. Η κινεζική αγροτική κοινωνία έχει διαμορφωθεί στην βάση κοινών αναγκών, όπως η άρδευση και η πρόληψη καταστροφών. Αυτή η αλληλεξάρτηση δημιουργεί έναν συλλογικό ορθολογισμό, όπου η κοινότητα, αντί του αγρότη ως άτομο ή της οικογένειας, είναι η βασική μονάδα διανομής και κατανομής των κοινωνικών πόρων. Αυτή η έμφαση στις συλλογικές ανάγκες έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την έμφαση της Δύσης στα ατομικά συμφέροντα. Επί χιλιάδες χρόνια, η κινεζική αγροτική κοινωνία είναι οργανικά ενσωματωμένη με την ποικιλομορφία της φύσης, επιτρέποντας την ανάδυση μιας ενδογενούς πολυθεϊστικής θρησκείας. Καθώς σχεδιάζει και προωθεί το όραμα της για αειφόρο ανάπτυξη και ειρηνικό εμπόριο, η Κίνα πρέπει να κοιτάξει προς τα μέσα, προς αυτές τις πανάρχαιες κοινωνικές δομές, ως οδηγό για το μέλλον.
*ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Β.Χ.
**Tων Sit Tsui, Erebus Wong, Lau Kin Chi και Wen Tienjun (MONTHLY REWIEW)
1Αυτή η εργασία είναι το αποτέλεσμα ενός υπο-έργου πάνω στις “ Διεθνείς Συγκριτικές Σπουδές πάνω στην Εθνική Ασφάλεια στην διαδικασία της Παγκοσμιοποίησης”, που διευθύνεται από την Sit Tsui, του Νοτιοδυτικού Πανεπιστημίου, ως μέρος ενός μεγαλύτερου έργου, “Μια μελέτη για την Δομή και τον Μηχανισμό της αγροτικής διακυβέρνησης ως βασική παράμετρος για την ολοκληρωμένη πολιτική ασφάλειας”, με επικεφαλής τον Wen Tiejun από το πανεπιστήμιο Renmin του Πεκίνου, με την χρηματοδότηση του Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικών Επιστημών της Κίνας (No, 14ZD064).
  1. 2H. J. Mackinder, “The Geographical Pivot of History,”Geographical Journal23 (1904): 421–37.
  1. 3H. J. Mackinder, Democratic Ideals and Reality: A Study in the Politics of Reconstruction (Washington, DC: National Defense University Press, 1996), 150.
  2. http://www.iskra.gr/%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%B6%CF%8E%CE%BD%CE%B7-%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%B4%CF%81%CF%8C%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%B7-%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%84%CE%B7%CF%82/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου