Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Του ΝΕΣΤΟΡΑ ΝΕΣΤΟΡΙΔΗ*
Τρία χρόνια έχουν περάσει από την εισαγωγή της Ελλάδας στο γύψο των Μνημονίων και διανύουμε υπερηφάνως τον τέταρτο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η ελληνική κοινωνία έζησε καταστάσεις τις οποίες δεν φανταζόταν ούτε στους χειρότερους εφιάλτες της. Συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων,επιβολή νέων φόρων με παράλληλη αύξηση των ήδη υπαρχόντων, απολύσεις και παύση προσλήψεων στο δημόσιο τομέα, ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας (μέχρι και νησιών!) κοκ. Όλη αυτή η πολιτική είχε προφανώς σαν αποτέλεσμα τα μαζικά λουκέτα, την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας και την απόγνωση σε πολλά ελληνικά νοικοκυριά. Ανάγκες που με αμέτρητο κόπο και ιδρώτα είχαν καλυφτεί, εν πολλοίς, τις περασμένες δεκαετίες από την ελληνική οικογένεια –σίτιση και στέγαση- τέθηκαν και πάλι εν αμφιβόλω.
Είναι προφανές πως μία τέτοια πολιτική δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοστεί κάτω από φυσιολογικές συνθήκες. Επιστρατεύτηκαν σχεδόν άπαντες οι ιδεολογικοί και κατασταλτικοί μηχανισμοί του Κράτουςπροκειμένου να υλοποιηθούν οι παραπάνω σχεδιασμοί. Άγρια καταστολή και εξωφρενική προγάνδασυνθέτουν το σκηνικό που έχει στηθεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Από μόνα τους όμως αυτά τα στοιχεία δεν δίνουν την πλήρη εικόνα για την κατάρρευση της Δημοκρατίας –ακόμα και στην αστική της εκδοχή- που διαδραματίζεται. Βασικό στοιχείο της Δημοκρατίας είναι η λαϊκή κυριαρχία, δηλαδή το γεγονός ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό και έχουν σαν στόχο την εξυπηρέτηση των αναγκών του. Σε περιόδους ανάπτυξης –ακόμα και στρεβλής, νεοφιλελεύθερης έμπνευσης και στόχευσης-, όπου το σύστημα αναπαράγεται με μία σχετική ευκολία, η λαϊκή κυριαρχία μπορεί ,έστω προσωρινά και προβληματικά,να υλοποιηθεί μέσω της απλής ανάθεσης και των εκλογών, με έναν τρόπο απολύτως συμβατό δηλαδή με τους παραδοσιακούς θεσμούς του αστικού Κράτους. Αυτή ήταν η περίπτωση της Ελλάδας τα τελευταία τριάντα χρόνια, όπου όποτε χρειαζόταν, η αστική τάξη έκανε τις αναγκαίες παραχωρήσεις ώστε να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα και την αναπαραγωγή του συστήματος. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο όμως σε περιόδους κρίσης, όπως η παρούσα, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ελληνική και ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα –ένταξη της Ελλάδας σε ΕΕ και σε Ευρώ, δομική κρίση της ευρωζώνηςκλπ-.
Τα τελευταία χρόνια, γινόμαστε θεατές μίας προτωφανούς καταπάτησης της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Ενώ τα προηγούμενα χρόνια παρατηρούσαμε μία γενική απάθεια για τα πολιτικά δρώμενα, πράμα το οποίο εκμεταλλεύονταν οι κυβερνήσεις ώστε να περνάνε τις αντιδραστικές τους μεταρρυθμίσεις, κατά τη διάρκεια της μνημονιακής τριετίας υπήρξαν στιγμές όπου η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία όχι μόνο ήταν κάθετα αντίθετη στα διάφορα μέτρα, αλλά προέβαινε και σε μεγαλειώδεις και δυναμικότατες κινητοποιήσεις. Το στοιχείο της ουδετερότητας –θετικής ή όχι- του λαού απέναντι στις διάφορες κυβερνήσεις ξαφνικά εξαφανίστηκε, και είναι λογικό, καθώς τα διάφορα μέτρα έπλητταν –και πλήττουν ακόμα- καίρια το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.
Έτσι, βρεθήκαμε στην κατάσταση το Κοινοβούλιο να ψηφίζει νομοσχέδια με εκατοντάδες χιλιάδεςλαού στους δρόμους, οι παρελάσεις να μετατρέπονται σε λαϊκές εξεγέρσεις κοκ. Με λίγα λόγια, η άρχουσα τάξη και ο λαός ήταν σε πλήρη διάσταση, το Κοινοβούλιο δεν εξέφραζε ούτε κατά διάνοια τη λαϊκή βούληση, οι αστικοί θεσμοί –ιδιαιτέρως οι κοινοβουλευτικοί- περιήλθαν σε πλήρη απαξίωση. Η ρήση «ο καπιταλισμός είναι ασύμβατος με τη Δημοκρατία» επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά. Έχει όμως μία σημασία να δούμε γιατί και με ποιον τρόπο φτάσαμε σε αυτήν την κατάσταση.
Ήδη από το 2009 είχε γίνει αντιληπτό από τις ευρωπαϊκές και εγχώριες ελίτ ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε πλέον να αναχρηματοδοτεί τα χρέη της για πολύ ακόμα. Ένας κίνδυνος «στάσης πληρωμών» της Ελλάδας προς τους δανειστές της ήταν κάτι παραπάνω από ορατός. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο όμως θα ήταν καταστροφικό, καθώς η κατάσταση στην διεθνή οικονομία δεν ήταν καθόλου ευοίωνη (να θυμίσουμε πως το 2009 ήταν έτος ύφεσης ακόμα και για μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία) και κατά συνέπεια οι αγορές θα αντιδρούσαν ιδιαίτερα νευρικά, έως απρόβλεπτα. Αν συνυπολογίσουμε και το ότι η διάρθρωση του ελληνικού χρέους ήταν τελείως διαφορετική από τη σημερινή, αφού μεγάλος όγκος του ήταν στα χέρια γαλλικών και γερμανικών τραπεζών, οι οποίες ήταν –και παραμένουν- σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση μετά το κραχ του 2007-2008, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε γιατί η ΕΕ δεν ήθελε ούτε να ακούσει για μία ελληνική στάση πληρωμών. Ετσι, σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, στήθηκε ο EFSF, ένα ταμείο «βοήθειας» προς τις «προβληματικές» χώρες της ευρωζώνης (ΕΖ), οι οποίες θα δανείζονταν από εκεί τα απαραίτητα κεφάλαια, ώστε να αναχρηματοδοτούν το χρέος τους, κατόπιν υπογραφής μνημονίου βεβαίως. Από την αρχή ήταν προφανές ότι πραγματικοί στόχοι ήταν τελείως διαφορετικοί από τους διακυρηγμένους, δηλαδή την έξοδο της χώρας από την κρίση. Πρωταρχικός στόχος ήταν να μην κινδυνεύσει η ΕΖ από μία άτακτη χρεωκοπία. Δευτερος στόχος ήταν να μπει χέρι στα ασημικά του ελληνικού κράτους, μέσω των ιδιωτικοποιήσεων του ΤΑΙΠΕΔ. Τρίτον – και είναι ίσως το μοναδικό σημείο στο οποίο οι κυβερνήσεις και η αστική τάξη διαπραγματεύτηκαν σθεναρά-, οι συνέπειες από την αναπόφευκτη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας να είναι οι μικρότερες δυνατές για τα εγχώρια μονοπώλια. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι οι μόνες φορές που έχει αντιδράσει ο αστικός Τύπος ενάντια στους σχεδιασμούς της Τρόικα, είναι όταν εκείνη έθεσε το θέμα του ελέγχου των τραπεζών από τους δανειστές. Η επίλογη φυσικά να θιγούν όσο το δυνατό λιγότερο τα εγχώρια μονοπώλια είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα τηνκαταρράκωση των εργασιακών δικαιωμάτων, των μισθών, του κοινωνικού κράτους, τωνμικρομεσαίων επιχειρήσεων κλπ. Τέλος, πολύ σημαντικός παράγοντας ήταν η εκμετάλλευση της συγκυρίας ώστε να προχωρήσει σε εντονότερο βαθμό ο ευρωπαϊκός συγκεντρωτισμός ,κάτω από τη σημαία του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Πλέον οι σημαντικές αποφάσεις θα λαμβάνονται σε ευρωπαϊκά κέντρα (πχ Eurogroup), και τα Κοινοβούλια και τα Εθνικά Όργανα θα περιορίζονται σε έναν απλό, τυπικό, επικυρωτικό ρόλο. Όποια χώρα δεν πειθαρχήσει (βλ. Κύπρος) θα δέχεται ένα τελεσίγραφο ότι αν δεν αποδεχθεί τις ειλημμένες αποφάσεις εντός εβδομάδας θα εξοβελιστεί από την ΕΖ, μέσω της διακοπής της χρηματοδότησης του τραπεζικού της συστήματος από την ΕΚΤ. Ο τελευταίος στόχος είναι προφανές πως προκαλεί ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις μέσα στην ΕΖ και την ΕΕ, οι οποίες –στα πλαίσια της ΕΖ τουλάχιστον- λύνονται πάντα με επικράτηση του Γερμανικού παράγοντα (βλ. πάλι Κύπρο).
Είναι πλέον ηλίου φαεινότερον ότι βαδίζουμε σε μία ΕΖ κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του Γερμανικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος προσπαθεί να αξιοποιήσει την ευρωπαϊκή κρίση ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση του στην διεθνή ιμπεριαλιστική αλυσίδα, κανιβαλίζοντας τις υπόλοιπες χώρες της ΕΖ. Όπως έχει φανεί επίσης, οι επιμέρους αστικές τάξεις των υπολοίπων χωρών δεν είναι ικανές να ανακόψουν αυτήν την πορεία, και περιορίζονται στο να προσπαθούν να γλυτώσουν τα χειρότερα –για αυτές-, αποδεχόμενες όμως στο ακέραιο το υπάρχον πλαίσιο. Άρα, η απάντηση μπορεί να έρθει μόνο από τους λαούς. Και εδώ μπαίνει το καίριο ζήτημα της Δημοκρατίας και της Ανεξαρτησίας και της σπουδαιότητας που μπορούν εκείνες να διαδραματίσουν στην ταξική πάλη σήμερα. Προκειμένου να εισέλθει η χώρα μας σε αυτήν την φάση νεοαποικιοποίησης, η ίδια η αστική τάξη απεμπόλησε βασικά κυριαρχικά δικαιώματα του σύγχρονου αστικού Κράτους, όπως εκείνα έχουν διαμορφωθεί παγκοσμίως από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η ασυλία του Κράτους, η οποία εκπορεύεται από την άσκηση Εθνικής Κυριαρχίας, από την οποία οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν παραιτηθεί άνευ όρων και αμετάκλητα. Κερασάκια στην τούρτα αποτελούν οι αρχηγικού τύπου επισκέψεις Σόιμπλε, οι υποδείξεις του Φούχτελ σε ότι έχει να κάνει με τους πόρους της τοπικής αυτοδιοίκησης, τους οποίους έχει βάλει στο μάτι η Γερμανία, αλλά και ο διορισμός Ράιχενμπαχ, εν είδει Γκαουλάιντερ, ο οποίος θα επιβλέπει (ή θα «βοηθάει» όπως προτιμάνε να παρουσιάζουν) το νομοθετικό έργο της Βουλής, αλλά και τη δουλειά που γίνεται στα κρίσιμα υπουργεία.
Συνεπώς, βρισκόμαστε στη φάση που όχι απλά η αστική τάξη δεν μπορεί να τεθεί επικεφαλής ενός σχεδίου για τη «σωτηρία» και την «ευημερία» του Έθνους, αλλά έχει εκχωρήσει βασικά κυριαρχικά δικαιώματα του Κράτους της, έχει καταστήσει τη χώρα της μπανανία, ώστε η ίδια να αποφύγει απρόβλεπτες συνέπειες, εξόδου της χώρας από την ΕΖ. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η σημαία της Ανεξαρτησίας όχι απλά είναι κεφαλαιώδους σημασίας, αλλά είναι βαμμένη και με κόκκινο χρώμα, όπως είχε εύστοχα παρατηρήσει ο Π. Παπακωνσταντίνου σε παλαιότερο άρθρο του. Είναι προφανές πως αν δεν είναι κυρίαρχο το Έθνος στη χώρα του –αλλά οι αποφάσεις παίρνονται εν κρυπτώ σε ένα ΣΚ στο κάθε Eurogroup-, δεν μπορούμε να μιλάμε ούτε κατά διάνοια για Δημοκρατία. Και όπως φαίνεται, αυτόν τον αγώνα μόνο η Αριστερά μπορεί να τον δώσει με συνέπεια και να τον φτάσει μέχρι τέλους. Μέσα από αυτόν τον αγώνα η εργατική τάξη μπορεί να βρεθεί στην κεφαλή του Έθνους και να οδηγήσει στην κοινωνική απελευθέρωση. Έτσι είναι επιτακτική ανάγκη να συνδέσουμε σήμερα το πατριωτικό με το ταξικό και να οικοδομήσουμε ένα πλατύ αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό μέτωπο, του οποίου στόχευση θα είναι μία ελεύθερη και ανεξάρτητη Ελλάδα.
Φυσικά ο παραπάνω αγώνας δεν αρκεί από μόνος του. Πρέπει να εμπεδωθεί και με τον αγώνα για πραγματική Δημοκρατία σε αυτή τη χώρα επιτέλους. Εκτίμηση μας είναι ότι η Δημοκρατία δεν μπορεί να εμπεδωθεί στο υπάρχον πλαίσιο, με τις υπάρχουσες δομές, απλά με την ύπαρξη μίας Αριστερής πλειοψηφίας στη Βουλή και μίας Αριστερής κυβέρνησης (όσο και αν είναι προφανές ότι πρέπει να την επιδιώκουμε και να αγωνιζόμαστε για αυτήν). Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Δ. Μπελαντής σε κείμενο του, το αστικό Κράτος αποτελεί πεδίο συμπύκνωσης ταξικών συσχετισμών μόνο μέχρι ενός ορίου, όσο δεν τίθεται σε κίνδυνο η αναπαραγωγή του συστήματος θα συμπληνώναμε. Δεδομένου ότι η Αριστερά παλεύει για για την κοινωνική απελευθέρωση –η οποία από ένα σημείο και μετά είναι προϋπόθεση για τη Δημοκρατία-, είναι προφανές ότι πρέπει να μιλάει ήδη για αντικατάσταση των υπάρχουσων ασφυκτικών, αυταρχικών δομών από νέες που θα απελευθερώνουν τοην κοινωνία και θα συμβάλλουν και να τονώνουν τη λαϊκή συμμετοχή στις αποφάσεις. Σε πρώτη φάση, θα έπρεπε να προβάλλει τη δημιουργία Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης, αποστολή της οποίας θα είναι η δημιουργία νέου Συντάγματος, ένα Σύνταγμα-προϊόν της λαϊκής βούλησης και δίψας για Δημοκρατία και Ελευθερία, όπως έκανε και ο Ούγκο Τσάβεζ στηΒενεζουέλα το 1999 με το που ορκίστηκε Πρόεδρος. Στο νέο αυτό Σύνταγμα θα μπορούσαν να ενσωματωθούν πρωτοποριακές ιδέες, όπως η εμπέδωση της αντίληψης ότι όσοι αναλαμβάνουν δημόσια αξιώματα είναι εντολοδόχοι του λαού, και όχι απλά αντιπρόσωποι του, και άρα θα πρέπει να λογοδοτούν σε αυτόν και να ανακαλούνται ανά πάσα στιγμή. Αντιλήψεις που έρχονται από τις καλύτερες μέρες του Διαφωτισμού, τις οποίες η Αριστερά οφείλει να κάνει σημαία της κατά τη διάρκεια της πάλης για το σοσιαλισμό. Έτσι, ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας οφείλει να συνδεθεί και με τον αγώνα γιαπραγματική Δημοκρατία, να «κουμπώσει» μαζί του και να οδηγηθούμε μέσα από μία διαρκή διαδικασία τομών, ρήξεων και ανατροπών στην κοινωνική απελευθέρωση.
Είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως μέσα από τέτοιες φαινομενικά «ουδέτερες» έννοιες, όπως ηΔημοκρατία και η Ανεξαρτησία, η Αριστερά μπορεί να συσπειρώσει πλατιά λαϊκά στρώματα, πολλά εκ των οποίων μέχρι πρότινος δεν είχαν καμία σχέση μαζί της, και να οργανώσει ένα κίνημα ριζοσπαστικό,ανατρεπτικό που θα οδηγήσει στην αποδέσμευση του λαού και της χώρας από κάθε είδους εξάρτηση και καταπίεση. Ένα κίνημα που όχι απλά δεν θα είναι «εθνικο-απομονωτιστικό», αλλά θα βροντοφωνάξει στους λαούς της Ευρώπης και του κόσμου, ότι όχι απλά δεν έχει γραφτεί το «τέλος της Ιστορίας»,αλλά ότι οι καλύτερες μέρες είναι μπροστά μας!
*Ο Νέστορας Νεστορίδης είναι μέλος της Τ.Ο. ΣΥ.ΡΙΖ.Α Παρισιού.
Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου